Θεέ μου, Θεέ μου,
γιατί με εγκατέλειψες;
γιατί στέκεις μακριά
και δε με σώζεις;
γιατί τα λόγια της κραυγής μου
δεν ακούς;
Θεέ μου,
σου κράζω όλη τη μέρα, μα εσύ
δεν αποκρίνεσαι'
φωνάζω και τη νύχτα, μα να ησυχάσω
δε μπορώ.
Αλλά εσύ' σαι ο Άγιος κι είσαι πάντα
εκείνος
που ο Ισραήλ δοξολογεί.
Σ' εσένα ελπίσανε οι πρόγονοί μας'
ελπίσαν και τους ελευθέρωσες.
Σ' εσένα φώναξαν με δύναμη
και σώθηκαν'
σ' εσένα ελπίσανε και δεν
ντροπιάστηκαν.
Αλλά εγώ είμαι σκουλήκι κι όχι
άνθρωπος'
ανθρώπου παρωδία και λαού
απόδιωγμα.
Με ειρωνεύεται καθένας που με βλέπει'
ζαρώνουνε τα χείλη τους,
κουνάνε το κεφάλι:
"Κατέφυγε στον Κύριο", λένε,
"ας τον σώσει'
ας τον λυτρώσει,
αφού τον αγαπάει".
Εσύ με πήρες απ' τη μήτρα'
και μ' εμπιστεύθηκες στης μάνας μου
τα στήθια.
Είμαι κοντά σου από τη γέννησή μου'
απ' την κοιλιά της μάνας μου
εσύ' σαι ο Θεός μου.
Μη φεύγεις από μένα!
Η θλίψη έρχεται'
και δεν υπάρχει βοηθός.
Με βάλανε στη μέση δυνατοί πολλοί,
της Βασάν οι ταύροι
με κυκλώσαν.
Δείχνονται απειλητικοί εναντίον μου
σαν το λιοντάρι που ξεσκίζει
και βρυχιέται.
Σαν το νερό παρέλυσα,
τσακίστηκαν όλα τα κόκαλά μου.
Μέσα μου έγιν' η καρδιά σαν το κερί
που λιώνει.
Σαν κεραμίδι ο λάρυγγάς μου
στέγνωσε,
κι η γλώσσα μου κολλάει
στον ουρανίσκο'
με έριξες στο χώμα
να πεθάνω.
Σκύλοι με κύκλωσαν,
κακοποιών φατρία μ' έβαλε
στη μέση'
ξεσκίσανε τα χέρια και τα πόδια μου.
Μπορούν να μετρηθούν όλα τα κόκαλά
μου'
κι εκείνοι με κοιτάζουνε.
Τα ρούχα μου μοιράζουν μεταξύ τους
και ρίχνουν κλήρο για τη φορεσιά μου.
Εσύ όμως, Κύριε, μη μένεις μακριά μου'
έλα γοργά να με βοηθήσεις, δύναμή μου!
Λύτρωσε τη ζωή μου απ' το σπαθί,
από την εξουσία του σκύλου
την πολύτιμη ψυχή μου.
Βγάλε με απ' του λιονταριού το στόμα'
σώσε με απ' του αγριοβούβαλου τα κέρατα.
Κύριε, μου' χεις κιόλας αποκριθεί!
Θα εξιστορώ στ' αδέρφια μου
την ύπαρξή σου'
μέσα σ' όλη τη σύναξη
θα σ' εξυμνώ.
Όσοι τον Κύριο σέβεστε, υμνήστε τον!
Όλοι οι απόγονοι του Ιακώβ, δοξάστε τον!
Όλοι οι Ισραηλίτες, φοβηθείτε τον!
Κανένα δεν περιφρόνησε φτωχό
ούτε για τη θλίψη του αδιαφόρησε'
δεν έκρυψε απ' αυτόν το πρόσωπό του
μα στην κραυγή του για βοήθεια
ανταποκρίθηκε.
Ο έπαινός μου για σένα αρχίζει, Κύριε,
σε σύναξη μεγάλη'
τα τάματά μου θα τα εκπληρώσω
μπροστά σ' αυτούς που σε φοβούνται.
Θα φάνε οι φτωχοί και θα χορτάσουν'
όσοι ζητούν τον Κύριο θα τον
δοξάσουν'
οι καρδιές τους θα ζήσουν αιώνια.
Θα θυμηθούν και θα γυρίσουν στον
Κύριο
όλα τα πέρατα της γης'
και θα τον προσκυνήσουν
οι οικογένειες όλων των λαών.
Γιατί στον Κύριο η απόλυτη εξουσία
ανήκει
κι αυτός στα έθνη κυριαρχεί.
Μονάχα αυτόν θα προσκυνήσουν
οι καλοζωισμένοι όλοι της γης'
κάθε θνητός της γης θα υποκλιθεί μπροστά του'
θα ζήσει η ψυχή μου
χάρη σ' αυτόν.
Οι επερχόμενες γενιές θα τον
λατρεύουν'
θα μιλάνε για τον Κύριο στη γενιά
που' ρχεται,
θα διαλαλούνε τη δικαιοσύνη του'
σ' αυτούς που πρόκειται να γεννηθούν,
τα όσα έκανε θα πουν.
(Ψαλμοί - βιβλίον πρώτον - ψαλμός 22)
Στον πρωτοψάλτη όπως "το ελάφι της αυγής".
Ψαλμός του Δαβίδ.
Από την ενότητα "Ποιητικά-Διδακτικά βιβλία"
της Παλαιάς Διαθήκης.
γιατί με εγκατέλειψες;
γιατί στέκεις μακριά
και δε με σώζεις;
γιατί τα λόγια της κραυγής μου
δεν ακούς;
Θεέ μου,
σου κράζω όλη τη μέρα, μα εσύ
δεν αποκρίνεσαι'
φωνάζω και τη νύχτα, μα να ησυχάσω
δε μπορώ.
Αλλά εσύ' σαι ο Άγιος κι είσαι πάντα
εκείνος
που ο Ισραήλ δοξολογεί.
Σ' εσένα ελπίσανε οι πρόγονοί μας'
ελπίσαν και τους ελευθέρωσες.
Σ' εσένα φώναξαν με δύναμη
και σώθηκαν'
σ' εσένα ελπίσανε και δεν
ντροπιάστηκαν.
Αλλά εγώ είμαι σκουλήκι κι όχι
άνθρωπος'
ανθρώπου παρωδία και λαού
απόδιωγμα.
Με ειρωνεύεται καθένας που με βλέπει'
ζαρώνουνε τα χείλη τους,
κουνάνε το κεφάλι:
"Κατέφυγε στον Κύριο", λένε,
"ας τον σώσει'
ας τον λυτρώσει,
αφού τον αγαπάει".
Εσύ με πήρες απ' τη μήτρα'
και μ' εμπιστεύθηκες στης μάνας μου
τα στήθια.
Είμαι κοντά σου από τη γέννησή μου'
απ' την κοιλιά της μάνας μου
εσύ' σαι ο Θεός μου.
Μη φεύγεις από μένα!
Η θλίψη έρχεται'
και δεν υπάρχει βοηθός.
Με βάλανε στη μέση δυνατοί πολλοί,
της Βασάν οι ταύροι
με κυκλώσαν.
Δείχνονται απειλητικοί εναντίον μου
σαν το λιοντάρι που ξεσκίζει
και βρυχιέται.
Σαν το νερό παρέλυσα,
τσακίστηκαν όλα τα κόκαλά μου.
Μέσα μου έγιν' η καρδιά σαν το κερί
που λιώνει.
Σαν κεραμίδι ο λάρυγγάς μου
στέγνωσε,
κι η γλώσσα μου κολλάει
στον ουρανίσκο'
με έριξες στο χώμα
να πεθάνω.
Σκύλοι με κύκλωσαν,
κακοποιών φατρία μ' έβαλε
στη μέση'
ξεσκίσανε τα χέρια και τα πόδια μου.
Μπορούν να μετρηθούν όλα τα κόκαλά
μου'
κι εκείνοι με κοιτάζουνε.
Τα ρούχα μου μοιράζουν μεταξύ τους
και ρίχνουν κλήρο για τη φορεσιά μου.
Εσύ όμως, Κύριε, μη μένεις μακριά μου'
έλα γοργά να με βοηθήσεις, δύναμή μου!
Λύτρωσε τη ζωή μου απ' το σπαθί,
από την εξουσία του σκύλου
την πολύτιμη ψυχή μου.
Βγάλε με απ' του λιονταριού το στόμα'
σώσε με απ' του αγριοβούβαλου τα κέρατα.
Κύριε, μου' χεις κιόλας αποκριθεί!
Θα εξιστορώ στ' αδέρφια μου
την ύπαρξή σου'
μέσα σ' όλη τη σύναξη
θα σ' εξυμνώ.
Όσοι τον Κύριο σέβεστε, υμνήστε τον!
Όλοι οι απόγονοι του Ιακώβ, δοξάστε τον!
Όλοι οι Ισραηλίτες, φοβηθείτε τον!
Κανένα δεν περιφρόνησε φτωχό
ούτε για τη θλίψη του αδιαφόρησε'
δεν έκρυψε απ' αυτόν το πρόσωπό του
μα στην κραυγή του για βοήθεια
ανταποκρίθηκε.
Ο έπαινός μου για σένα αρχίζει, Κύριε,
σε σύναξη μεγάλη'
τα τάματά μου θα τα εκπληρώσω
μπροστά σ' αυτούς που σε φοβούνται.
Θα φάνε οι φτωχοί και θα χορτάσουν'
όσοι ζητούν τον Κύριο θα τον
δοξάσουν'
οι καρδιές τους θα ζήσουν αιώνια.
Θα θυμηθούν και θα γυρίσουν στον
Κύριο
όλα τα πέρατα της γης'
και θα τον προσκυνήσουν
οι οικογένειες όλων των λαών.
Γιατί στον Κύριο η απόλυτη εξουσία
ανήκει
κι αυτός στα έθνη κυριαρχεί.
Μονάχα αυτόν θα προσκυνήσουν
οι καλοζωισμένοι όλοι της γης'
κάθε θνητός της γης θα υποκλιθεί μπροστά του'
θα ζήσει η ψυχή μου
χάρη σ' αυτόν.
Οι επερχόμενες γενιές θα τον
λατρεύουν'
θα μιλάνε για τον Κύριο στη γενιά
που' ρχεται,
θα διαλαλούνε τη δικαιοσύνη του'
σ' αυτούς που πρόκειται να γεννηθούν,
τα όσα έκανε θα πουν.
(Ψαλμοί - βιβλίον πρώτον - ψαλμός 22)
Στον πρωτοψάλτη όπως "το ελάφι της αυγής".
Ψαλμός του Δαβίδ.
Από την ενότητα "Ποιητικά-Διδακτικά βιβλία"
της Παλαιάς Διαθήκης.